- ευλαβούμαι
- (ΑΜ εὐλαβοῡμαι, -έομαι) [ευλαβής]1. είμαι διακριτικός, προσέχω να μη βλάψω ή να μην προσβάλω κανέναν («εὐλαβοῡ μὴ φανῇ κακὸς γεγώς», Σοφ.)2. σέβομαι, τιμώ, εκδηλώνω, ευλάβεια («εὐλαβοῡμαι τὸν δῆμον», Πλούτ.)νεοελλ.-μσν.διστάζω από σεβασμό προς κάποιον, ντρέπομαιμσν.1. (μτχ. ενεστ.) ευλαβούμενος, -μένη, -ονευλαβικός, ευσεβής2. ανησυχώ, φοβάμαι για κάτιαρχ.1. προσέχω, φροντίζω («εὐλαβούμενον περὶ τροφήν τε καὶ παιδείαν ὀρφανῶν», Πλάτ.)2. διατρέχω κίνδυνο3. έχω φροντίδα για κάποιον, προσέχω κάποιον («εὐλαβεῑσθαι τὴν κύνα», Αριστοφ.)4. φυλάγομαι, μένω μακριά από κάποιον ή κάτι («εὐλαβοῡ τὸ ψεῡδος», Αριστοτ.)5. φοβάμαι («εὐλαβηθήσονται ἀπὸ τοῡ ὀνόματος Κυρίου», ΠΔ)6. περιμένω ήσυχα, αναμένω («καιρόν ευλαβούμενος», Ευρ.)7. προφυλάγομαι από βλάβη, απαλλάσσομαι από ζημιά («ευλαβούμενος τά κοίλα γαστρός», Ευρ.)8. ενεργ. εὐλαβῶ, -έωπροσέχω, προφυλάσσομαι.
Dictionary of Greek. 2013.